Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ
Λένε ότι οι ρίζες του, βουλιάζουν στη Πλακούρα,
στο Παραπόρτι βρέχονται, γεμίζουνε μʼ αλμύρα.
Τι να την κάνει ο Πλάτανος, της θάλασσας την άρμη,
όταν κάτω απʼ τα φύλλ α του, μόνο φουρτούνες πιάνει.
Φουρτούνες με χαμόγελα κι ερωτικές σκοτούρες,
φορτούνες μπύρας και ρακιού και ούζου καταιγίδες.
Γλυκά μεζέδες και καφές, κρέμοντʼ απʼ τα κλαδιά του,
να τα γευτούν περαστικοί, που ψάχνουν την δροσιά του.
Στον ίσκιο του το βλοσυρό, δεν στέκει η φασαρία,
στέκουν κουβέντες χωρατά, στέκει κι η φαντασία.
Το δειλινό τινάζεται και διώχνει με μανία,
κάθε κακό που μπλέχτηκε, στα φύλλ α του με βία.
Κι όταν το χάραμα τον βρει, στην άκρη της πλατείας,
κορδώνεται σαν σταυραητός, σαν μάχιμος λοχίας.
Νʼ αφουγκραστούν απλώνονται, τα πράσινά του φύλλ α,
του ναυτικού τη μοναξιά και του ψαρά την γκρίνια.
Τι κι αν αλλάζει ο καφετζής κι οι ψάθες στις καρέκλες,
αυτός στέκει ακλόνητος, ριζώνοντας στις πέτρες.
Όσα κι αν έρθουν πρωϊνά, αυτός θα μας ραντίζει,
με τις σοφίες πʼ άκουσε, το ήθος μας θα κτίζει.
Δ.Λ.Α.
1 σχόλιο:
Πολύ καλό! Συγχαρητήρια!
Δημοσίευση σχολίου